-
1 хвойный
επ.των κωνοφόρων δέντρων•хвойный запах η μυρουδιά των κωνοφόρων δέντρων•
хвойный д-готь το ρετσίνι.
ουσ. -ые πλθ.τα κωνοφόρα (δέντρα). -
2 хвоя
-и θ.1. το φύλλωμα των κωνοφόρων δέντρων (βελονοειδή).2. αθρσ. κλαδιά κωνοφόρων δέντρων. -
3 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
4 тайга
η τάιγκα (ξεν.)το βόρειο πυκνό δάσος (των κωνοφόρων δέντρων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тайга
-
5 хвоя
το φύλλωμα των κωνοφόρων δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хвоя
-
6 игла
-ы, πλθ. иглы, игл θ.1. βελόνι, -η•швеиная игла βελόνι, ραψίματος•
машинная игла βελόνι ραπτομηχανής•
патефонная игла βελόνι γραμμοφώνου•
хирургическая игла χειρουργού βελόνι•
вязальная игла βελονάκι πλεξίματος•
вдеть нитку в -у βελονιάζω την κλωστή•
ушко -ы η βελονότρυπα.
2. χο βελονοειδές φύλλο των κωνοφόρων δέντρων. || αγκάθι φυτών και μερικών ζώων•-ы ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου.
3. πυργίσκος, μιναρές, βέλος.εκφρ.морская игла – βλ. игла-рыба. -
7 смолёвка
-и θ.1. είδος γαρουφαλιάς.2. είδος κανθάρου των κωνοφόρων δέντρων.
См. также в других словарях:
αδηλογενή — Ονομασία γένους ημιπτέρων εντόμων. Τα έντομα αυτά είναι φυτοφάγα και μοιάζουν πολύ με τη φυλλοξήρα των κωνοφόρων δέντρων … Dictionary of Greek
κώνος — ο 1. στερεό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και η κυρτή του επιφάνεια καταλήγει σε οξεία κορυφή. 2. ό,τι μοιάζει με κώνο. 3. ο καρπός των κωνοφόρων δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεμεντίνα — η η ρητίνη των κωνοφόρων δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek